Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φιξάρισμα — το, ατος σταθεροποίηση (ιδίως χρώματος), στερέωση, παγίωση: Φιξάρισμα φωτογραφικής πλάκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιξάρισμα — το, Ν [φιξάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιξάρω … Dictionary of Greek